- Σαμαρεῖται
- Σαμαρείτηςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Самаряне — Под именем С. (Σαμαρειται) разумеется народ, занявший область десятиколенного израильского царства после разрушения его ассириянами. Имя С., происшедшее от главного города разрушенного царства (см. Самария), усвояется этому народу в новозаветных… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
JABE — in Dei nominibus, Epiphan. Haer. 40. ubi Ι᾿άω, summum Deum et Ι᾿αβέ vocari ait. Nempe, ut Theodoret. refert in Exod. Quaest. 15. Καλοῦσι δὲ αὐτὸν Σαμαρεῖται μὲν Ι᾿αβὲ, Ιοὐδαῖοι δὲ Ι᾿άω, Vocant autem illum Samaritae quidem Iabe; Iudaei vero Fao.… … Hofmann J. Lexicon universale
Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… … Dictionary of Greek